πτερόρροια

πτερόρροια
η, ΝΜ
παλαιότερος χαρακτηρισμός για το φαινόμενο τής έκδυσης στα πτηνά, πτερορρύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ρροια (< -ρρους < ῥέω), πρβλ. αιμό-ρροια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πτερορρύηση — η / πτερορρύησις, ήσεως, ΝΑ [πτερορρυῶ] η πτώση τού φτερώματος πτηνού και η αντικατάστασή του με νέο, αλλ. πτερόρροια αρχ. μτφ. η πτώση στο κακό και στην αμαρτία, η οποία προκάλεσε την πτώση τής ψυχής στο σώμα, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”